σκρίνιον

σκρίνιον
σκρίνιον
scrinium
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκρινίοις — σκρίνιον scrinium neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρινίου — σκρίνιον scrinium neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρινίων — σκρίνιον scrinium neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρινίῳ — σκρίνιον scrinium neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκρίνια — σκρίνιον scrinium neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • скрин — род. п. а ларь, сундук , скриня, скринка – то же, южн. (Даль), укр. скриня, блр. скрыня, др. русск. скрина, скринɪа, сербск. цслав. скриня, болг. скрин шкаф , сербохорв. скри̏ња сундук (зап.), словен. skrinjа сундук, ящик , чеш. skřině шкаф ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σκρίνιο — Είδος επίπλου που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη πολύτιμων πραγμάτων. Επίσης είδος γραφείου. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη scrinium. Στο Βυζάντιο ονόμαζαν σ., στον πληθυντικό, τα δημόσια γραφεία καθώς και εκείνα που λειτουργούσαν στα… …   Dictionary of Greek

  • σκρινίωι — σκρινίῳ , σκρίνιον scrinium neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”